- στερεοχρωμία
- η, Νμέθοδος στερέωσης τών χρωμάτων υδατογραφιών με διάλυμα πυριτικού καλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Stereochromie (< στερεός + -χρωμία < -χρωμος < χρώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεοχρωμικός — ή, ό, Ν [στερεοχρωμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοχρωμία … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek